ῥινῶ

ῥινῶ
ῥῑνῶ , ῥινάω
lead by the nose
pres imperat mp 2nd sg
ῥῑνῶ , ῥινάω
lead by the nose
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ῥῑνῶ , ῥινάω
lead by the nose
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ῥῑνῶ , ῥινάω
lead by the nose
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ῥῑνῶ , ῥινάω
lead by the nose
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ῥῑνῶ , ῥινάω
lead by the nose
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ῥινέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ῥινέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ῥῑνῶ , ῥινόν
hide
neut gen sg (doric aeolic)
ῥῑνῶ , ῥινός
skin
fem gen sg (doric aeolic)
ῥινόω
inject at the nose
pres subj act 1st sg
ῥινόω
inject at the nose
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρινώ — (I) άω, Α [ῥίς, ῥινός] 1. τραβώ, σέρνω κάποιον από τη μύτη 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥινᾱν ἐπὶ τοῡ ἐξαπατᾱν καταβουκολοῡντος». (II) άω, Α [ῥίνη] 1. ρινίζω 2. (σχετικά με συγγραφή) επεξεργάζομαι. (III) έω, Α [ῥίνη] ρινίζω …   Dictionary of Greek

  • ῥινῷ — ῥῑνῷ , ῥινάω lead by the nose pres opt act 3rd sg ῥῑνῷ , ῥινόν hide neut dat sg ῥῑνῷ , ῥινός skin fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρινώ — καταρρινῶ και καταρινῶ, άω και έω (Α) 1. φθείρω κάτι ξύνοντας, λεπταίνω («ἰσχναίνων και καταρρινῶν τὰ συγκρίματα») 2. αδυνατίζω από την εργασία 3. φρ. «κατερρινημένον τι λέγειν» να λέει κάτι πολύ λεπτό, πολύ έξυπνο (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • παραρρινώ — άω, Α (σχετικά με νόμισμα) ρινίζω («πεντάδραχμον παρερρινημένον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥινῶ «ξύνω» (< ρίνη «λίμα»), πρβλ. κατα ρρινώ] …   Dictionary of Greek

  • περιρρινώ — έω, Α ρινίζω, λιμάρω κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥινῶ «ρινίζω, λιμάρω»] …   Dictionary of Greek

  • ρίνημα — το / (ῥινημα, ΝΑ [ῥινῶ (ΙΙ)] το ρίνισμα αρχ. ονομασία κολλυρίου …   Dictionary of Greek

  • ρίνηση — η / ῥίνησις ήσεως, ΝΑ [ῥινῶ (ΙΙ)] η ρίνιση …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • ρινητήριον — τὸ, Α η ρίνη, η λίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινῶ (ΙΙ) + επίθημα τήριον (πρβλ. λεαν τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • ρινητής — ὁ, Α [ῥινῶ (ΙΙ)] ο ρινιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”